Η λήψη τροφής είναι μία απαραίτητη συμπεριφορά η οποία απαιτείται ώστε να παρέχεται στον ανθρώπινο οργανισμό η απαιτούμενη ενέργεια και τα θρεπτικά συστατικά ώστε να διατηρηθεί στην ζωή. Η πείνα αποτελεί το αρχικό ερέθισμα για την λήψη τροφής. Το ερέθισμα αυτό ελέγχεται όχι μόνο από την φυσιολογία του οργανισμού αλλά και από διάφορες ψυχολογικές παραμέτρους, καθώς ο άνθρωπος προσπαθεί να καλύψει τόσο την φυσιολογική του πείνα όσο και την ψυχολογική.
Εκτός από τους διάφορους περιβαλλοντικούς, ψυχολογικούς και φυσιολογικούς παράγοντες η διατροφική συμπεριφορά και η αντίληψη της αίσθησης της όρεξης και του κορεσμού είναι σε ένα σημαντικό ποσοστό γενετικά καθορισμένες.
Για την κατανόηση των μηχανισμών της όρεξης και του κορεσμού, κρίνεται αρχικά απαραίτητη η κατανόηση των όρων που αφορούν την όρεξη, την πείνα και τον κορεσμό:
Όρεξη
Ο όρος όρεξη χρησιμοποιείται συχνά με την ίδια έννοια όπως η πείνα με τη διαφορά ότι συνήθως σημαίνει την επιθυμία όχι για τροφή γενικά αλλά για ένα συγκεκριμένο είδος τροφής.
Πείνα
Ο όρος πείνα σημαίνει την επιθυμία για πρόσληψη τροφής και συνοδεύεται από ορισμένα αντικειμενικά συμπτώματα. Το στομάχι ενός ατόμου που δεν έχει πάρει τροφή για πολλές ώρες παρουσιάζει έντονες ρυθμικές συστολές που λέγονται συσπάσεις πείνας. Οι συσπάσεις αυτές προκαλούν ένα αίσθημα που μοιάζει με σφίξιμο στο στομάχι και μερικές φορές πραγματικό πόνο, το λεγόμενο σφίξιμο της πείνας. Εκτός από τους πόνους, το άτομο που πεινά παρουσιάζει μεγαλύτερη ένταση και ανησυχία από ότι συνήθως. Μερικοί φυσιολόγοι ορίζουν πραγματικά ως πείνα τις τονικές συστολές του στομάχου.
Κορεσμός
Ο κορεσμός, είναι το αντίθετο της πείνας και σημαίνει το αίσθημα εκπλήρωσης της επιθυμίας για λήψη τροφής. Συνήθως ο κορεσμός οφείλεται στην πλήρωση του στομάχου με το γεύμα, ιδιαίτερα όταν οι αποθήκες λίπους και γλυκογόνου είναι πλήρεις.
Ψυχοβιολογία της όρεξης και του κορεσμού
Πιστεύεται ότι ο άνθρωπος αρχίζει να πεινά όταν έχει καταναλώσει κάποια ποσότητα ενέργειας και σταματά όταν αποκαταστήσει τα ενεργειακά του αποθέματα. Μέσω του αίματος μεταφέρονται κάποια “σήματα” τα οποία μας πληροφορούν ανά πάσα στιγμή για τις ενεργειακές μας εφεδρείες ώστε να ρυθμίσουμε ανάλογα την ποσότητα της προσλαμβανομένης τροφής.
Η ενεργειακή πυκνότητα (KJ/g) σχετίζεται επίσης με την πρόσληψη τροφής και επακολούθως με την ενεργειακή πρόσληψη. Σε μία πρόσφατη έρευνα διαπιστώθηκε ότι ο όγκος των καταναλωθέντων τροφών επηρεάζει τον κορεσμό, ανεξάρτητα από την ενεργειακή πυκνότητα των τροφών αυτών.
Τα μακροθρεπτικά συστατικά δεν έχουν όλα την ίδια επίδραση όσον αφορά την αίσθηση του κορεσμού. Η θερμική επίδραση των θρεπτικών συστατικών είναι πιο υψηλή όσον αφορά τις πρωτεΐνες (20-30%), ενώ ακολουθούν οι υδατάνθρακες (5-10%) και τα λίπη (0-3%). Η ιεραρχία λοιπόν όσον αφορά το ποσοστό οξείδωσης των μακροθρεπτικών συστατικών μετά από ένα γεύμα είναι: αλκοόλ > πρωτεΐνες > υδατάνθρακες > λίπη, αν και οι γνώσεις μας απέναντι στο αλκοόλ δεν έχουν πλήρως εξακριβωθεί. Έτσι, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι οι πρωτεΐνες παρέχουν μεγαλύτερη αίσθηση κορεσμού σε σχέση με τους υδατάνθρακες, οι οποίοι με την σειρά τους παρέχουν μεγαλύτερη αίσθηση κορεσμού από τα λίπη.
Επίδραση της συναισθηματικής φόρτισης απέναντι στην αίσθηση της όρεξης
Η συναισθηματική φόρτιση, έχει συνδεθεί τόσο με την αυξημένη όσο και με την μειωμένη πρόσληψη τροφής, δυστυχώς όμως οι γνώσεις μας απέναντι στους μηχανισμούς που καθορίζουν αυτές τις αλλαγές είναι σε ένα σημαντικό ποσοστό περιορισμένες. Η κατανόηση των μηχανισμών που σχετίζονται με την ανώμαλη διατροφική συμπεριφορά και την συναισθηματική πίεση κρίνεται απαραίτητη, καθώς η πίεση αυτή είναι πολλές φορές η αρχή μίας παχυσαρκίας ή η αρχή διαφόρων βουλιμικών επεισοδίων.
Σημαντικό είναι επίσης το γεγονός ότι εκτός από την ανωμαλία της ρύθμισης της όρεξης όσον αφορά την ενεργειακή πρόσληψη, σημαντικές αλλαγές παρατηρούνται και στην επιλογή των μακροθρεπτικών συστατικών. Έτσι, οι γυναίκες κυρίως, οι οποίες παρουσιάζονται πιο ευαίσθητες μετά από μία συναισθηματική φόρτιση, παρουσιάζουν έντονη επιθυμία για γλυκά και λιπαρά τρόφιμα.
Επίδραση των υδατανθράκων στην όρεξη και τον κορεσμό
Οι υδατάνθρακες φαίνεται να ρυθμίζουν την πρόσληψη τροφής και τον κορεσμό μέσω της επίδρασή τους στην γλυκόζη του αίματος. Όταν τα επίπεδα της γλυκόζης του αίματος μειωθούν πολύ, τότε γίνεται μία κινητοποίηση των θερμίδων από τα αποθέματα, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται το αίσθημα της πείνας. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονίσουμε ότι η ενεργειακή πρόσληψη σχετίζεται επίσης και με τον γλυκαιμικό δείκτη.
Όσον αφορά την ζάχαρη, δεν υπάρχει καμία ένδειξη η οποία να συνδέει την κατανάλωση ζάχαρης με την αύξηση της όρεξης και της ενεργειακής πρόσληψης, ενώ όπως αναφέρθηκε οι υδατάνθρακες σχετίζονται με τον έλεγχο της όρεξης και του κορεσμού. Οι μη θερμιδικές γλυκαντικές ουσίες δεν αναγνωρίζονται από τους υποδοχείς του γαστρεντερικού συστήματος με αποτέλεσμα να μην επηρεάζουν την ρύθμιση της πρόσληψης της τροφής.
Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό ¨ Intermedica¨